- ἀσυμμετρίας
- ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρίαincommensurabilityfem acc plἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρίαincommensurabilityfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παστέρ, Λουί — (Pasteur, Louis, Ντολ, Ιούρας 1822 – Βιλνέβ, λ’ Ετάν Σεν ε Ουάζ 1895). Γάλλος βιολόγος και χημικός. Γιος μικροβιοτέχνη βυρσοδεψίας, εκδήλωσε από παιδί μεγάλη κλίση στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να επιδοθεί… … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
Βαν’τ Χοφ, Γιάκομπους Χένρικους — (Jacobus Hendricus Van’t Hοff, Ρότερνταμ 1852 – Βερολίνο 1911). Ολλανδός χημικός. Σπούδασε στο Ντελφτ και στο Λέιντεν και παρακολούθησε τα μαθήματα του Κεκιλέ στη Γερμανία και του Βιρτς στη Γαλλία. Έγινε καθηγητής της χημείας πρώτα στα… … Dictionary of Greek
επιμεράσες — Ένζυμα της τάξης των ισομερασών που είναι ευρέως διαδεδομένα στη φύση. Οι ε. καταλύουν τη μετατροπή των D–ισομερών που έχουν περισσότερα από ένα κέντρα ασυμμετρίας. Για παράδειγμα, η αλδοζο επιμεράση μετατρέπει την α D γλυκόζη σε β D γλυκόζη … Dictionary of Greek
Ερέχθειο — Ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο σημαντικότερος ναός ιωνικού ρυθμού των κλασικών χρόνων που σώζεται έως σήμερα και συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής σύνθεσης αρχαίου ελληνικού ναού. Η λατρεία στο ίδιο κτίριο περισσότερων θεοτήτων –που… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… … Dictionary of Greek